- κολεϊσμός
- οιατρ. βλ. κολπόσπασμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
κολπόσπασμος — ο ιατρ. επώδυνος ακούσιος σπασμός τών μυών που περιβάλλουν τον κόλπο τής γυναίκας που καθιστά αδύνατη τη συνουσία ή τή δυσκολεύει, αλλ. κολεόσπασμος, κολεϊσμός, κολπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + σπασμός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… … Dictionary of Greek